-
1 προσακούω
A hear besides, τι X.HG3.4.1.II as [voice] Pass. of προσαγορεύω, τοιαῦτα π. to be addressed in such terms, ib. 2.4.22, cf. Plu.2.71e, 812e; ἐπαινέσας προσακούω εἴρων I am called.., J.BJ1.26.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσακούω
См. также в других словарях:
προσακούω — Α 1. ακούω κάτι επιπροσθέτως 2. (με σημ. παθ.) καλούμαι, προσαγορεύομαι («ἐπαινέσας προσακούω εἴρων», Ιώσ.) … Dictionary of Greek